- κακογλωσσία
- κᾰκο-γλωσσία, ἡ,A slanderousness, Sch.Pi.P.4.504.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακογλωσσιά — η κακολογία, καταλαλιά, κουτσομπολιό: Δεν είναι καλό πράγμα η κακογλωσσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακογλωσσιά — η [κακόγλωσσος] κακολογία, διαβολή, κουτσομπολιό … Dictionary of Greek
κακογλωσσίαν — κακογλωσσίᾱν , κακογλωσσία slanderousness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομία — η (AM κακοοτομία) [κακόστομος] (για την προφορά τής Ελληνικής από βαρβάρους ελληνομαθείς) λανθασμένη, ελαττωματική, κακή προφορά («ἄλλη δέ τις ἐν τῆ ἡμετέρᾳ διαλέκτῳ ἀνεφάνη κακοστομία καὶ οἷον βαρβαροστομία», Στράβ.) νεοελλ. κακοσμία τού… … Dictionary of Greek
καταλαλιά — η (AM καταλαλιά) [καταλαλώ] συκοφαντία, κατηγορία, κακογλωσσιά («ἀποθέμενοι... φθόγγους καὶ πάσας καταλαλιάς», ΚΔ) … Dictionary of Greek
φοβ - φοβισμός — (από το γαλλικό fauves = θηρία). Η ονομασία οφείλεται στον Λουί Βοξέλ, που στο παρισινό σαλόν του 1907, κοιτάζοντας μια προτομή παιδιού του Αλμπέρ Μαρκ (ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας) τοποθετημένη ανάμεσα σε πίνακες των Ματίς, Μαρκέ, Πιί, Mανγκέν,… … Dictionary of Greek
κακολογία — η κακογλωσσιά, κατηγορία, βρισιά: Ο καλός άνθρωπος δεν πρέπει να ρέπει σε κακολογίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλαλιά — η κακολογία, κατηγορία, κακογλωσσιά. Μ έφαγε η καταλαλιά του κόσμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουσκουσουριά — η κακογλωσσιά, κουτσομπολιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσομπολιό — το κατασυκοφάντηση, σπερμολογία, κακογλωσσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)